3. Η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού (20 Νοεμβρίου 1989)
Living Democracy » Textbooks » Εξερευνούμε τα δικαιώματα του παιδιού » Μέρος 3: Επίσημα κείμενα και διδακτικό υλικό » 3. Η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού (20 Νοεμβρίου 1989)Εγκρίθηκε και άνοιξε για υπογραφή, επικύρωση και προσχώρηση με το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης 44/25 της 20ης Νοεμβρίου 1989. Έναρξη ισχύς στις 2 Σεπτεμβρίου 1990, σύμφωνα με το άρθρο 49.
ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Τα Συµβαλλόµενα στην παρούσα Σύµβαση Κράτη –
Επειδή, σύµφωνα µε τις αρχές που διακηρύσσονται στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών, η αναγνώριση της εγγενούς αξιοπρέπειας και των ίσων και αναφαίρετων δικαιωµάτων όλων των µελών της ανθρώπινης οικογένειας, αποτελεί το θεµέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσµο,
Έχοντας υπόψη ότι οι λαοί των Ηνωµένων Εθνών έχουν διακηρύξει εκ νέου, στον Καταστατικό Χάρτη, την πίστη τους στα θεµελιώδη ανθρώπινα δικαιώµατα και στην αξιοπρέπεια και την αξία του ανθρώπου, και έχουν αποφασίσει να προαγάγουν την κοινωνική πρόοδο και να καθορίσουν καλύτερες συνθήκες ζωής µέσα στα πλαίσια µιας µεγαλύτερης ελευθερίας,
Αναγνωρίζοντας ότι τα Ηνωµένα Έθνη, στην Παγκόσµια Διακήρυξη των δικαιωµάτων του ανθρώπου και στις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώµατα διακήρυξαν και συµφώνησαν ότι καθένας δικαιούται να απολαµβάνει όλα τα δικαιώµατα και τις ελευθερίες που αναφέρονται σε αυτές, χωρίς καµία απολύτως διάκριση ιδίως εξαιτίας της φυλής, του χρώµατος, του φύλου, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών του η άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής η κοινωνικής καταγωγής, της περιουσίας, της γέννησης η οποιασδήποτε άλλης κατάστασης,
Υπενθυµίζοντας ότι, στην Παγκόσµια Διακήρυξη των δικαιωµάτων του ανθρώπου, τα Ηνωµένα Έθνη διακήρυξαν ότι τα παιδιά δικαιούνται ειδική βοήθεια και υποστήριξη,
Έχοντας πεισθεί ότι η οικογένεια όντας η θεµελιώδης µονάδα της κοινωνίας και το φυσικό περιβάλλον για την ανάπτυξη και την ευηµερία όλων των µελών της, και ιδιαίτερα των παιδιών, πρέπει να έχει την προστασία και την υποστήριξη που χρειάζεται για να µπορέσει να διαδραµατίσει πληρέστερα το ρόλο της στην κοινότητα,
Αναγνωρίζοντας ότι το παιδί, για την αρµονική ανάπτυξη της προσωπικότητας του, πρέπει να µεγαλώνει µέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, σ’ ένα κλίµα ευτυχίας, αγάπης και κατανόησης,
Επειδή είναι σηµαντικό να προετοιµαστεί πλήρως το παιδί για να ζήσει µια ατοµική ζωή στην κοινωνία και να ανατραφεί µέσα στο πνεύµα των ιδανικών που διακηρύσσονται στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών και ειδικότερα µέσα σε πνεύµα ειρήνης, αξιοπρέπειας, ανοχής, ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης,
Έχοντας υπόψη ότι η ανάγκη να παρασχεθεί στο παιδί ειδική προστασία εξαγγέλθηκε στη Διακήρυξη της Γενεύης του 1924 για τα Δικαιώµατα του Παιδιού, και στη Διακήρυξη Των Δικαιωµάτων του Παιδιού, που υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση στις 20 Νοεµβρίου 1959 και που αναγνωρίσθηκε στην Παγκόσµια Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώµατα, στο Διεθνές Σύµφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώµατα (ιδιαίτερα στα άρθρα 23 και 24), στο Διεθνές Σύµφωνο για τα Οικονοµικά, τα Κοινωνικά και τα Πολιτιστικά Δικαιώµατα (ιδιαίτερα στο άρθρο 10) και στο καταστατικό και στα αρµόδια όργανα των ειδικευµένων οργανισµών και των διεθνών οργανώσεων που µεριµνούν για την ευηµερία του παιδιού,
Έχοντας υπόψη ότι, όπως αναφέρεται στη Διακήρυξη των δικαιωµάτων του παιδιού, “το παιδί, λόγω της φυσικής και διανοητικής του ανωριµότητας, χρειάζεται ειδική προστασία και µέριµνα, συµπεριλαµβανόµενης και της νοµικής προστασίας, τόσο πριν όσο και µετά τη γέννηση του”,
Υπενθυµίζοντας τις διατάξεις της Διακήρυξης για τις νοµικές και κοινωνικές αρχές σχετικά µε την προστασία και την ευηµερία των παιδιών, ειδικά όσον αφορά την υιοθεσία και την τοποθέτηση σε ανάδοχες οικογένειες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, τις διατάξεις του συνόλου των ελάχιστων κανόνων των Ηνωµένων Εθνών για τη διοίκηση της δικαιοσύνης για ανήλικους (Κανόνες του Πεκίνου) και της ∆ιακήρυξης για την προστασία των γυναικών και των παιδιών σε περίοδο επείγουσας ανάγκης και ένοπλης σύρραξης,
Αναγνωρίζοντας ότι σε όλες τις χώρες του κόσµου υπάρχουν παιδιά που ζουν κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, και ότι είναι αναγκαίο να δοθεί στα παιδιά αυτά ιδιαίτερη προσοχή,
Λαµβάνοντας δεόντως υπόψη τη σηµασία των πολιτιστικών παραδόσεων και αξιών κάθε λαού για την προστασία και την αρµονική ανάπτυξη του παιδιού,
Αναγνωρίζοντας τη σηµασία της διεθνούς συνεργασίας για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των παιδιών σε όλες τις χώρες, και ιδιαίτερα στις υπό ανάπτυξη χώρες,
Συµφώνησαν τα εξής:
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Άρθρο 1
Για τους σκοπούς της παρούσας Σύµβασης, θεωρείται παιδί κάθε ανθρώπινο ον µικρότερο των δεκαοκτώ ετών, εκτός εάν η ενηλικίωση επέρχεται νωρίτερα, σύµφωνα µε την ισχύουσα για το παιδί νοµοθεσία.
Άρθρο 2
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώµατα, που αναφέρονται στην παρούσα Σύµβαση και να τα εγγυώνται σε κάθε παιδί που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους, χωρίς καµία διάκριση φυλής, χρώµατος, φύλλου, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών η άλλων πεποιθήσεων του παιδιού ή των γονέων του ή των νόµιµων εκπροσώπων του ή της εθνικής, εθνικιστικής ή κοινωνικής καταγωγής τους, της περιουσιακής τους κατάστασης, της ανικανότητάς τους, της γέννησής τους ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης.
2 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη παίρνουν όλα τα κατάλληλα µέτρα ώστε να προστατεύεται αποτελεσµατικά το παιδί έναντι κάθε µορφής διάκρισης ή κύρωσης, βασισµένης στη νοµική κατάσταση, στις δραστηριότητες, στις εκφρασµένες απόψεις ή στις πεποιθήσεις των γονέων του, των νόµιµων εκπροσώπων του ή των µελών της οικογένειάς του.
Άρθρο 3
1 – Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν στα παιδιά, είτε αυτές λαµβάνονται από δηµοσίους ή ιδιωτικούς οργανισµούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νοµοθετικά όργανα, πρέπει να λαµβάνεται πρωτίστως υπόψη το συµφέρον του παιδιού.
2 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν στο παιδί την αναγκαία για την ευηµερία του προστασία και φροντίδα, λαµβάνοντας υπόψη τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις των γονέων του, των επιτρόπων του ή των άλλων προσώπων που είναι νόµιµα υπεύθυνοι γι’ αυτό, και παίρνουν για το σκοπό αυτό όλα τα κατάλληλα νοµοθετικά και διοικητικά µέτρα.
3 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη µεριµνούν ώστε η λειτουργία των οργανισµών, των υπηρεσιών και των ιδρυµάτων που αναλαµβάνουν παιδιά και που είναι υπεύθυνα για την προστασία τους να είναι σύµφωνη µε τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί από τις αρµόδιες αρχές, ιδιαίτερα στον τοµέα της ασφάλειας και της υγείας και σε ότι αφορά τον αριθµό και την αρµοδιότητα του προσωπικού τους, καθώς και την ύπαρξη µιας κατάλληλης εποπτείας.
Άρθρο 4
Τα Συµβαλλόµενα Κράτη υποχρεούνται να παίρνουν όλα τα νοµοθετικά, διοικητικά και άλλα µέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρµογή των αναγνωρισµένων στην παρούσα Σύµβαση δικαιωµάτων. Στην περίπτωση των οικονοµικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωµάτων, παίρνουν τα µέτρα αυτά µέσα στα όρια των πόρων που διαθέτουν και, όπου είναι αναγκαίο, µέσα στα πλαίσια της διεθνούς συνεργασία
Άρθρο 5
Τα Συµβαλλόµενα Κράτη σέβονται την ευθύνη, το δικαίωµα και το καθήκον που έχουν οι γονείς ή, κατά περίπτωση, τα µέλη της διευρυµένης οικογένειας ή της κοινότητας, όπως προβλέπεται από τα τοπικά έθιµα, οι επίτροποι ή άλλα πρόσωπα που έχουν νόµιµα την ευθύνη για το παιδί, να του παράσχουν, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του, τον προσανατολισµό και τις κατάλληλες συµβουλές για την άσκηση των δικαιωµάτων που του αναγνωρίζει η παρούσα Σύµβαση.
Άρθρο 6
1 -Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν ότι κάθε παιδί έχει εγγενές δικαίωµα στη ζωή.
2 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη µέρη εξασφαλίζουν, στο µέτρο του δυνατού, την επιβίωση και την ανάπτυξη του παιδιού.
Άρθρο 7
1 – Το παιδί εγγράφεται στο ληξιαρχείο αµέσως µετά τη γέννησή του και έχει από εκείνη τη στιγµή το δικαίωµα ονόµατος, το δικαίωµα να αποκτήσει ιθαγένεια, και, στο µέτρο του δυνατού, το δικαίωµα να γνωρίζει τους γονείς του και να ανατραφεί από αυτούς.
2 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη µεριµνούν για τη θέση σε εφαρµογή αυτών των δικαιωµάτων, σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία τους και µε τις υποχρεώσεις που τους επιβάλουν οι ισχύουσες σ’ αυτό το πεδίο διεθνείς συνθήκες, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, ελλείψει αυτών, το παιδί θα ήταν άπατρις.
Άρθρο 8
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναλαµβάνουν την υποχρέωση να σέβονται το δικαίωµα του παιδιού για διατήρηση της ταυτότητας του, συµπεριλαµβανοµένων της ιθαγένειας του, του ονόµατός του και των οικογενειακών σχέσεων του, όπως αυτά αναγνωρίζονται από το νόµο, χωρίς παράνοµη ανάµιξη.
2 – Εάν ένα παιδί στερείται παράνοµα ορισµένα ή όλα τα στοιχεία που συνιστούν την ταυτότητα του, τα Συµβαλλόµενα Κράτη οφείλουν να του παράσχουν κατάλληλη υποστήριξη και προστασία, ώστε η ταυτότητα του να αποκατασταθεί το συντοµότερο δυνατόν.
Άρθρο 9
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη µεριµνούν ώστε το παιδί να µην αποχωρίζεται από τους γονείς του, παρά τη θέλησή τους, εκτός εάν οι αρµόδιες αρχές αποφασίσουν, µε την επιφύλαξη δικαστικής αναθεώρησης και σύµφωνα µε τους εφαρµοζόµενους νόµους και διαδικασίες, ότι ο χωρισµός αυτός είναι αναγκαίος για το συµφέρον του παιδιού. Μια τέτοια απόφαση µπορεί να είναι αναγκαία σε ειδικές περιπτώσεις, για παράδειγµα όταν οι γονείς κακοµεταχειρίζονται ή παραµελούν το παιδί, ή όταν ζουν χωριστά και πρέπει να ληφθεί απόφαση σχετικά µε τον τόπο διαµονής του παιδιού.
2 – Σε όλες τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, όλα τα ενδιαφερόµενα µέρη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συµµετέχουν στις διαδικασίες και να γνωστοποιούν τις απόψεις τους.
3 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη σέβονται το δικαίωµα του παιδιού που ζει χωριστά από τους δυο γονείς του ή από τον έναν από αυτούς να διατηρεί κανονικά προσωπικές σχέσεις και να έχει άµεση επαφή µε τους δυο γονείς του, εκτός εάν αυτό είναι αντίθετο µε το συµφέρον του παιδιού.
4 – Όταν ο χωρισµός είναι αποτέλεσµα µέτρων που έχει πάρει ένα Συµβαλλόµενο Κράτος, όπως η κράτηση, η φυλάκιση, η εξορία, η απέλαση η ο θάνατος (συµπεριλαµβανοµένου του θανάτου από οποιαδήποτε αιτία, ο οποίος επήλθε κατά το χρόνο κράτησης) των δύο γονέων ή του ενός από αυτούς ή του παιδιού το Συµβαλλόµενο Κράτος δίνει, µετά από αίτηση, στους γονείς, στο παιδί ή, εάν χρειαστεί, σε ένα άλλο µέλος της οικογένειας τις ουσιώδες πληροφορίες σχετικά µε τον τόπο όπου βρίσκονται το απόν µέλος ή τα απόντα µέλη της οικογένειας, έκτος εάν η αποκάλυψη των πληροφοριών αυτών θα είναι επιζήµια για την ευηµερία του παιδιού. Τα Συµβαλλόµενα Κράτη φροντίζουν εξάλλου ώστε η υποβολή ενός τέτοιου αιτήµατος να µην επισύρει δυσµενείς συνέπειες για το ενδιαφερόµενο ή τα ενδιαφερόµενα πρόσωπα.
Άρθρο 10
1 – Σύµφωνα µε την υποχρέωση των Συµβαλλόµενων Κρατών δυνάµει της παραγράφου 1 του άρθρου 9, κάθε αίτηση από ένα παιδί ή από τους γονείς του για την είσοδο σε ένα Συµβαλλόµενο Κράτος ή την έξοδο από αυτό µε σκοπό την οικογενειακή επανένωση αντιµετωπίζεται από τα Συµβαλλόµενα Κράτη µε θετικό πνεύµα, ανθρωπισµό και ταχύτητα. Τα Συµβαλλόµενα Κράτη φροντίζουν επιπλέον ώστε η υποβολή µιας τέτοιας αίτησης να µην επισύρει δυσµενείς συνέπειες για τον αιτούντα ή για τα µέλη της οικογένειάς του.
2 – Το παιδί του οποίου οι γονείς διαµένουν σε διαφορετικά Κράτη έχει το δικαίωµα να διατηρεί, έκτος εξαιρετικών περιπτώσεων, προσωπικές σχέσεις και τακτική άµεση επαφή µε τους δύο γονείς του. Για τον σκοπό αυτόν και σύµφωνα µε την υποχρέωση που βαρύνει τα Συµβαλλόµενα Κράτη δυνάµει της παραγράφου 2 του άρθρου 9, τα Συµβαλλόµενα Κράτη σέβονται το δικαίωµα που έχουν το παιδί και οι γονείς του να εγκαταλείψουν οποιαδήποτε χώρα, συµπεριλαµβανοµένης της χώρας αυτού του ίδιου του Συµβαλλόµενου Κράτους και να επιστρέψουν στη δική τους χώρα. Το δικαίωµα εγκατάλειψης οποιασδήποτε χώρας µπορεί να αποτελέσει αντικείµενο µόνο των περιορισµών που ορίζει ο νόµος και που είναι αναγκαίοι για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, της δηµόσιας τάξης, της δηµόσιας υγείας και των δηµόσιων ηθών, ή των δικαιωµάτων και των ελευθεριών των άλλων, και που είναι συµβατοί µε τα υπόλοιπα δικαιώµατα που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύµβαση.
Άρθρο 11
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη παίρνουν µέτρα εναντίον των αθέµιτων µετακινήσεων παιδιών στο εξωτερικό και εναντίον της µη επανόδου τους.
2 – Για το σκοπό αυτόν, τα Συµβαλλόµενα Κράτη ευνοούν τη σύναψη διµερών ή πολυµερών συµφωνιών ή την προσχώρηση στις ήδη υπάρχουσες συµφωνίες.
Άρθρο 12
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη εγγυώνται στο παιδί που έχει ικανότητα διάκρισης το δικαίωµα ελεύθερης έκφρασης της γνώµης του σχετικά µε οποιοδήποτε θέµα που το αφορά, λαµβάνοντας υπόψη τις απόψεις του παιδιού ανάλογα µε την ηλικία του και µε το βαθµό ωριµότητας του.
2 – Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει ιδίως να δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να ακούγεται σε οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία που το αφορά, είτε άµεσα είτε µέσω ενός εκπροσώπου ή ενός αρµόδιου οργανισµού, κατά τρόπο συµβατό µε τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νοµοθεσίας.
Άρθρο 13
1 – Το παιδί έχει το δικαίωµα της ελευθερίας της έκφρασης. Το δικαίωµα αυτό περιλαµβάνει την ελευθερία αναζήτησης, λήψης και διάδοσης πληροφοριών και ιδεών οποιουδήποτε είδους, ανεξαρτήτως συνόρων, υπό µορφή προφορική, γραπτή ή τυπωµένη, ή καλλιτεχνική ή µε οποιοδήποτε άλλο µέσο της επιλογής του.
2 – Η άσκηση του δικαιώµατος αυτού µπορεί να αποτελέσει αντικείµενο µόνο των περιορισµών που ορίζονται από το νόµο και που είναι αναγκαίοι:
α) Για το σεβασµό των δικαιωµάτων και της υπόληψης των άλλων ή
β) Για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, της δηµόσιας τάξης, της δηµόσιας υγείας και των δηµόσιων ηθών.
Άρθρο 14
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη σέβονται το δικαίωµα του παιδιού για ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας.
2 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη σέβονται το δικαίωµα και το καθήκον των γονέων ή, κατά περίπτωση, των νοµίµων εκπροσώπων του παιδιού, να το καθοδηγούν στην άσκηση του παραπάνω δικαιώµατος κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του.
3 – Η ελευθερία της δήλωσης της θρησκείας του ή των πεποιθήσεων του µπορεί να υπόκειται µόνο στους περιορισµούς που ορίζονται από το νόµο και που είναι αναγκαίοι για τη διαφύλαξη της δηµόσιας ασφάλειας, της δηµόσιας τάξης, της δηµόσιας υγείας και των δηµόσιων ηθών, ή των ελευθεριών των θεµελιωδών δικαιωµάτων των άλλων.
Άρθρο 15
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν τα δικαιώµατα του παιδιού στην ελευθερία του να συνεταιρίζεται και του να συνέρχεται ειρηνικά.
2 – Δεν τίθενται περιορισµοί για την άσκηση των δικαιωµάτων αυτών, εκτός από αυτούς που ορίζει ο νόµος και που είναι αναγκαίοι σε µια δηµοκρατική κοινωνία, προς το συµφέρον της εθνικής ασφάλειας, της δηµόσιας ασφάλειας ή της δηµόσιας τάξης ή για την προστασία της δηµόσιας υγείας ή των δηµόσιων ηθών, ή των δικαιωµάτων και των ελευθεριών των άλλων.
Άρθρο 16
1 – Κανένα παιδί δεν µπορεί να αποτελέσει αντικείµενο αυθαίρετης ή παράνοµης επέµβασης στην ιδιωτική του ζωή, στην οικογένεια του, στην κατοικία του ή στην αλληλογραφία του, ούτε παράνοµων προσβολών της τιµής και της υπόληψης του.
2 – Το παιδί δικαιούται να προστατεύεται από το νόµο έναντι τέτοιων επεµβάσεων ή προσβολών.
Άρθρο 17
Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν τη σηµασία του έργου που επιτελούν τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης και φροντίζουν ώστε το παιδί να έχει πρόσβαση σε ενηµέρωση και σε υλικό, που προέρχονται από διάφορες εθνικές και διεθνείς πηγές, ιδίως σ’ αυτά που αποσκοπούν στην προαγωγή της κοινωνικής, πνευµατικής και ηθικής ευηµερίας του, καθώς και της σωµατικής και πνευµατικής υγείας του. Για το σκοπό αυτόν, τα Συµβαλλόµενα Κράτη:
α) Ενθαρρύνουν τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης στη διάδοση πληροφοριών και υλικού που παρουσιάζουν κοινωνική και πολιτιστική χρησιµότητα για το παιδί που είναι σύµφωνα µε το πνεύµα του άρθρου 29.
β) Ενθαρρύνουν τη διεθνή συνεργασία για την παραγωγή, ανταλλαγή και διάδοση πληροφοριών και υλικού αυτού του τύπου, που προέρχονται από διάφορες πολιτιστικές, εθνικές και διεθνείς πηγές.
γ) Ενθαρρύνουν την παραγωγή και τη διάδοση παιδικών βιβλίων.
δ) Ενθαρρύνουν τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης να λαµβάνουν ιδιαίτερα υπόψη τους τις γλωσσολογικές ανάγκες των αυτόχθονων παιδιών ή των παιδιών που ανήκουν σε µια µειονότητα.
ε) Ευνοούν την επεξεργασία κατάλληλων κατευθυντήριων αρχών που να προορίζονται για την προστασία του παιδιού από την ενηµέρωση και το υλικό που βλάπτουν την ευηµερία του, λαµβάνοντας υπόψη τις διατάξεις των άρθρων 13 και 18.
Άρθρο 18
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξασφάλιση της αναγνώρισης της αρχής, σύµφωνα µε την οποία και οι δύο γονείς είναι από κοινού υπεύθυνοι για την ανατροφή του παιδιού και την ανάπτυξή του. Η ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού και για την ανάπτυξή του ανήκει κατά κύριο λόγο στους γονείς, ή κατά περίπτωση, στους νόµιµους εκπροσώπους του. Το συµφέρον του παιδιού πρέπει να αποτελεί τη βασική τους µέριµνα.
2 – Για την εγγύηση και την προώθηση των δικαιωµάτων που εκφράζονται στην παρούσα Σύµβαση, τα Συµβαλλόµενα Κράτη παρέχουν την κατάλληλη βοήθεια στους γονείς και στους νόµιµους εκπροσώπους του παιδιού, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους για την ανατροφή του παιδιού, και εξασφαλίζουν τη δηµιουργία οργανισµών, ιδρυµάτων και υπηρεσιών επιφορτισµένων να µεριµνούν για την ευηµερία των παιδιών.
3 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη λαµβάνουν όλα τα κατάλληλα µέτρα προκειµένου να εξασφαλίσουν στα παιδιά των οποίων οι γονείς εργάζονται το δικαίωµα να επωφελούνται από τις υπηρεσίες και τα ιδρύµατα φύλαξης παιδιών, εφόσον τα παιδιά πληρούν τους απαιτούµενους όρους.
Άρθρο 19
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη λαµβάνουν όλα τα κατάλληλα νοµοθετικά, διοικητικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά µέτρα, προκειµένου να προστατεύσουν το παιδί από κάθε µορφή βίας, προσβολής ή βιαιοπραγιών σωµατικών ή πνευµατικών, εγκατάλειψης ή παραµέλησης, κακής µεταχείρισης ή εκµετάλλευσης, συµπεριλαµβανόµενης της σεξουαλικής βίας, κατά το χρόνο που βρίσκεται υπό την επιµέλεια των γονέων του ή του ενός από τους δύο, του ή των νοµίµων εκπροσώπων του ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου στο οποίο το έχουν εµπιστευθεί.
2 – Αυτά τα προστατευτικά µέτρα θα πρέπει να περιλαµβάνουν, όπου χρειάζεται, αποτελεσµατικές διαδικασίες για την εκπόνηση κοινωνικών προγραµµάτων, που θα αποσκοπούν στην παροχή της απαραίτητης υποστήριξης στο παιδί και σε αυτούς οι οποίοι έχουν την επιµέλειά του, καθώς και για άλλες µορφές πρόνοιας και για το χαρακτηρισµό, την αναφορά, την παραποµπή, την ανάκριση, την περίθαλψη και την παρακολούθηση της εξέλιξής τους στις περιπτώσεις κακής µεταχείρισης του παιδιού που περιγράφονται πιο πάνω, και όπου χρειάζεται, για διαδικασίες δικαστικής παρέµβασης.
Άρθρο 20
1 – Κάθε παιδί που στερείται προσωρινά ή οριστικά το οικογενειακό του περιβάλλον ή το οποίο για το δικό του συµφέρον δεν είναι δυνατόν να παραµείνει στο περιβάλλον αυτό δικαιούται ειδική προστασία και βοήθεια εκ µέρους του Κράτους.
2 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη προβλέπουν γι’ αυτό το παιδί µια εναλλακτική επιµέλεια, σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία τους.
3 – Αυτή η επιµέλεια µπορεί να έχει, µεταξύ άλλων, τη µορφή της τοποθέτησης σε µια οικογένεια, της KAFALAH του ισλαµικού δικαίου, της υιοθεσίας ή, σε περίπτωση ανάγκης, της τοποθέτησης σε ένα κατάλληλο για την περίσταση ίδρυµα για παιδιά. Κατά την επιλογή ανάµεσα σε αυτές τις λύσεις, λαµβάνεται δεόντως υπόψη η ανάγκη µιας συνέχειας στην εκπαίδευση του παιδιού, καθώς και η εθνική, θρησκευτική, πολιτιστική και γλωσσολογική καταγωγή του.
Άρθρο 21
Τα Συµβαλλόµενα Κράτη που αναγνωρίζουν και /ή επιτρέπουν την υιοθεσία διασφαλίζουν ότι εκείνο που λαµβάνεται πρωτίστως υπόψη στην προκειµένη περίπτωση είναι το συµφέρον του παιδιού και:
α) Μεριµνούν ώστε η υιοθεσία ενός παιδιού να µην επιτρέπεται παρά µόνο από τις αρµόδιες αρχές, οι οποίες αποφαίνονται, σύµφωνα µε το νόµο και µε τις εφαρµοζόµενες διαδικασίες και επί τη βάσει όλων των αξιόπιστων σχετικών πληροφοριών, εάν η υιοθεσία είναι δυνατή εν όψει της κατάστασης του παιδιού σε σχέση µε τον πατέρα και τη µητέρα του, τους συγγενείς του και τους νοµίµους εκπροσώπους του και εάν, εφόσον αυτό απαιτείται, τα ενδιαφερόµενα πρόσωπα έδωσαν τη συναίνεση τους για την υιοθεσία, έχοντας γνώση των πραγµάτων και µετά από την αναγκαία παροχή συµβουλών.
β) Αναγνωρίζουν ότι η υιοθεσία στο εξωτερικό µπορεί να αντιµετωπισθεί ως ένα άλλο µέσο εξασφάλισης στο παιδί της αναγκαίας φροντίδας, ένα αυτό δεν µπορεί να τοποθετηθεί σε µία ανάδοχη ή σε µία υιοθετούσα οικογένεια ή να ανατραφεί σωστά στη χώρα της καταγωγής του.
γ) Μεριµνούν ώστε, σε περίπτωση υιοθεσίας στο εξωτερικό, το παιδί να απολαµβάνει των ίδιων προστατευτικών µέτρων και προδιαγραφών µε εκείνα που υπάρχουν στην περίπτωση εθνικής υιοθεσίας.
δ) Παίρνουν όλα τα κατάλληλα µέτρα για να διασφαλίσουν ότι, σε περίπτωση διακρατικής υιοθεσίας, η τοποθέτηση του παιδιού δεν απολήγει σε ανάρµοστο υλικό όφελος για τα πρόσωπα που είναι αναµιγµένα σ’ αυτή.
ε) Προωθούν τους αντικειµενικούς σκοπούς του παρόντος άρθρου µε τη σύναψη διµερών ή πολυµερών διακανονισµών ή συµφωνιών, ανάλογα µε την περίπτωση, και προσπαθούν µέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, να επιτύχουν οι τοποθετήσεις παιδιών στο εξωτερικό να πραγµατοποιούνται από αρµόδιες αρχές ή αρµόδια όργανα.
Άρθρο 22
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη παίρνουν τα κατάλληλα µέτρα προκειµένου ένα παιδί, τα οποίο επιζητεί να αποκτήσει το νοµικό καθεστώς του πρόσφυγα ή που θεωρείται πρόσφυγας δυνάµει των κανόνων και των διαδικασιών του ισχύοντος διεθνούς ή εθνικού δικαίου, είτε αυτό είναι µόνο είτε συνοδεύεται από τους γονείς του ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, να χαίρει της κατάλληλης προστασίας και ανθρωπιστικής βοήθειας, που θα του επιτρέψουν να απολαµβάνει τα δικαιώµατα που του αναγνωρίζουν η παρούσα Σύµβαση και τα άλλα διεθνή όργανα τα σχετικά µε τα δικαιώµατα του ανθρώπου ή ανθρωπιστικού χαρακτήρα, στα οποία µετέχουν τα εν λόγω Κράτη.
2 – Για το σκοπό αυτό τα Συµβαλλόµενα Κράτη συνεργάζονται, όπως αυτά το κρίνουν αναγκαίο, σε όλες τις προσπάθειες που γίνονται από τον Οργανισµό των Ηνωµένων Εθνών και τους άλλους αρµόδιους διακυβερνητικούς ή µη κυβερνητικούς οργανισµούς που συνεργάζονται µε τον Οργανισµό των Ηνωµένων Εθνών, προκειµένου να προστατεύσουν και να βοηθήσουν τα παιδιά που βρίσκονται σε παρόµοια κατάσταση, και προκειµένου να αναζητήσουν τους γονείς ή άλλα µέλη της οικογένειας κάθε παιδιού πρόσφυγα και για να συλλέξουν πληροφορίες αναγκαίες για την επανένωση του παιδιού µε την οικογένεια του. Σε περίπτωση που ούτε ο πατέρας ούτε η µητέρα ούτε κανένα άλλο µέλος της οικογένειας είναι δυνατόν να ανευρεθεί, το παιδί έχει δικαίωµα να τύχει της ίδιας προστασίας που παρέχεται σε οποιοδήποτε άλλο παιδί στερηµένο οριστικά ή προσωρινά του οικογενειακού του περιβάλλοντος για οποιονδήποτε λόγο, σύµφωνα µε τις αρχές της παρούσας Σύµβασης.
Άρθρο 23
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν ότι τα πνευµατικώς ή σωµατικώς ανάπηρα παιδιά πρέπει να διάγουν πλήρη και αξιοπρεπή ζωή, σε συνθήκες οι οποίες εγγυώνται την αξιοπρέπεια τους, ευνοούν την αυτονοµία τους και διευκολύνουν την ενεργό συµµετοχή τους στη ζωή του συνόλου.
2 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωµα των ανάπηρων παιδιών να τυγχάνουν ειδικής φροντίδας και ενθαρρύνουν και εξασφαλίζουν, στο µέτρο των διαθέσιµων πόρων, την παροχή, µετά από αίτηση, στα ανάπηρα παιδιά που πληρούν τους απαιτούµενους όρους και σε αυτούς που τα έχουν αναλάβει, µιας βοήθειας προσαρµοσµένης στην κατάσταση του παιδιού και στις περιστάσεις των γονέων του ή αυτών στους οποίους τα έχουν εµπιστευθεί.
3 – Εν όψει των ειδικών αναγκών των ανάπηρων παιδιών, η χορηγούµενη σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου βοήθεια παρέχεται δωρεάν, εφόσον αυτό είναι δυνατό, κατόπιν υπολογισµού των οικονοµικών πόρων των γονέων τους και αυτών στους οποίους έχουν εµπιστευθεί το παιδί, και σχεδιάζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε τα ανάπηρα παιδιά να έχουν αποκλειστική πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην επιµόρφωση, στην περίθαλψη, στην αποκατάσταση αναπήρων, στην επαγγελµατική εκπαίδευση και στις ψυχαγωγικές δραστηριότητες, έτσι που να επιτυγχάνεται η όσο το δυνατόν πληρέστερη κοινωνική ένταξη και προσωπική τους ανάπτυξη, συµπεριλαµβανοµένης της πολιτιστικής και πνευµατικής τους εξέλιξης.
4 – Μέσα σε πνεύµα διεθνούς συνεργασίας, τα Συµβαλλόµενα Κράτη προωθούν την ανταλλαγή κατάλληλων πληροφοριών στον τοµέα της προληπτικής περίθαλψης και της ιατρικής, ψυχολογικής και λειτουργικής θεραπείας των ανάπηρων παιδιών, συµπεριλαµβανοµένης της διάδοσης και της πρόσβασής στις πληροφορίες που αφορούν στις µεθόδους αποκατάστασης αναπήρων και στις υπηρεσίες επαγγελµατικής κατάρτισης, µε σκοπό να επιτραπεί στα Συµβαλλόµενα Κράτη να βελτιώσουν τις δυνατότητες και τις αρµοδιότητες τους και να διευρύνουν την πείρα τους σε αυτούς τους τοµείς. Σ’ αυτό το πεδίο λαµβάνονται ιδιαίτερα υπόψη οι ανάγκες των υπό ανάπτυξη χωρών.
Άρθρο 24
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωµα του παιδιού να απολαµβάνει το καλύτερο δυνατόν επίπεδο υγείας και να επωφελείται από τις υπηρεσίες ιατρικής θεραπείας και αποκατάστασής αναπήρων. Τα Συµβαλλόµενα Κράτη επιδιώκουν να διασφαλίσουν το ότι κανένα παιδί δεν θα στερείται το δικαίωµα πρόσβασης στις υπηρεσίες αυτές.
2 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την πλήρη εφαρµογή του παραπάνω δικαιώµατος και ιδιαίτερα παίρνουν τα κατάλληλα µέτρα για:
α) Να µειώσουν τη βρεφική και παιδική θνησιµότητα.
β) Να εξασφαλίσουν σε κάθε παιδί την απαραίτητη ιατρική αντίληψη και περίθαλψη δίνοντας έµφαση στην ανάπτυξη της στοιχειώδους περίθαλψης.
γ) Να αγωνιστούν κατά της ασθένειας και της κακής διατροφής και µέσα στα πλαίσια της στοιχειώδους περίθαλψης, µε την εφαρµογή -ανάµεσα στα άλλατης ήδη διαθέσιµης τεχνολογίας και µε την παροχή θρεπτικών τροφών και καθαρού πόσιµου νερού, λαµβάνοντας υπόψη τους κινδύνους της µόλυνσης του φυσικού περιβάλλοντος.
δ) Να εξασφαλίσουν στις µητέρες κατάλληλη περίθαλψη πριν και µετά από τον τοκετό.
ε) Να µπορούν όλες οι οµάδες της κοινωνίας, ιδιαίτερα οι γονείς και τα παιδιά, να ενηµερώνονται για τα θέµατα της υγείας και της διατροφής του παιδιού, για τα πλεονεκτήµατα του φυσικού θηλασµού, την υγιεινή και την καθαριότητα του περιβάλλοντος και την πρόληψη των ατυχηµάτων και να βρίσκουν υποστήριξη στη χρήση των παραπάνω βασικών γνώσεων.
στ) Να αναπτύξουν την προληπτική ιατρική φροντίδα, την καθοδήγηση των γονέων και την εκπαίδευση και τις υπηρεσίες του οικογενειακού προγραµµατισµού.
3 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη παίρνουν όλα τα κατάλληλα και αποτελεσµατικά µέτρα για να καταργηθούν οι παραδοσιακές πρακτικές που βλάπτουν την υγεία των παιδιών.
4 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναλαµβάνουν την υποχρέωση να προωθήσουν και να ενθαρρύνουν τη διεθνή συνεργασία, ώστε να επιτύχουν σταδιακά την πλήρη πραγµατοποίηση του δικαιώµατος που αναγνωρίζεται στο παρόν άρθρο. Εν όψει αυτού, λαµβάνονται ιδιαίτερα υπόψη οι ανάγκες των υπό ανάπτυξη χωρών.
Άρθρο 25
Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν στο παιδί, που τοποθετήθηκε από τις αρµόδιες αρχές σε µία οικογένεια, µε σκοπό την παροχή φροντίδας, προστασίας ή θεραπείας της σωµατικής ή πνευµατικής του υγείας, το δικαίωµα σε µία περιοδική αναθεώρηση της παραπάνω θεραπείας και κάθε άλλης περίστασης σχετικής µε την τοποθέτηση του.
Άρθρο 26
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν σε κάθε παιδί το δικαίωµα να επωφελείται από την κοινωνική πρόνοια, συµπεριλαµβανοµένων των κοινωνικών ασφαλίσεων, και παίρνουν τα απαραίτητα µέτρα για να εξασφαλίσουν την πλήρη πραγµατοποίηση του δικαιώµατος αυτού, σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία τους.
2 – Τα ωφελήµατα, όπου είναι αναγκαία, πρέπει να δίνονται, αφού ληφθούν υπόψη οι πόροι και η κατάσταση του παιδιού και των προσώπων που έχουν αναλάβει την ευθύνη της συντήρησής του, καθώς και κάθε άλλη εκτίµηση σχετιζόµενη µε την αίτηση παροχής ωφεληµάτων που γίνεται από το παιδί ή για λογαριασµό του.
Άρθρο 27
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωµα κάθε παιδιού για ένα κατάλληλο επίπεδο ζωής που να επιτρέπει τη σωµατική, πνευµατική, ψυχική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξη του.
2 – Στους γονείς ή στα άλλα πρόσωπα που έχουν αναλάβει το παιδί ανήκει κατά κύριο λόγο η ευθύνη της εξασφάλισης µέσα στα όρια των δυνατοτήτων τους και των οικονοµικών µέσων τους, των απαραίτητων για την ανάπτυξη του παιδιού συνθηκών ζωής.
3 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη υιοθετούν τα κατάλληλα µέτρα, σύµφωνα µε τις εθνικές τους συνθήκες και στο µέτρο των δυνατοτήτων τους, για να βοηθήσουν τους γονείς και τα άλλα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για το παιδί, να εφαρµόσουν το δικαίωµα αυτό και προσφέρουν, σε περίπτωση ανάγκης, υλική βοήθεια και προγράµµατα υποστήριξης, κυρίως σε σχέση µε τη διατροφή, το ρουχισµό και την κατοικία.
4 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη παίρνουν όλα τα κατάλληλα µέτρα για να εξασφαλίσουν την είσπραξη της διατροφής του παιδιού από τους γονείς του ή από τα άλλα πρόσωπα που έχουν την οικονοµική ευθύνη γι’ αυτό, είτε εντός της επικράτειας είτε στο εξωτερικό. Ειδικά στην περίπτωση που το πρόσωπο το οποίο έχει την οικονοµική ευθύνη για το παιδί ζει σε ένα Κράτος διαφορετικό από εκείνο του παιδιού, τα Συµβαλλόµενα Κράτη ευνοούν την προσχώρηση σε διεθνείς συµφωνίες ή τη σύναψη τέτοιων συµφωνιών, καθώς και την υιοθέτηση κάθε άλλης κατάλληλης ρύθµισης.
Άρθρο 28
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωµα του παιδιού στην εκπαίδευση και, ιδιαίτερα, για να επιτευχθεί η άσκηση του δικαιώµατος αυτού προοδευτικά και στη βάση της ισότητας των ευκαιριών:
α) Καθιστούν τη στοιχειώδη εκπαίδευση υποχρεωτική και δωρεάν για όλους.
β) Ενθαρρύνουν την ανάπτυξη διάφορων µορφών δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης, τόσο γενικής όσο και επαγγελµατικής, τις καθιστούν ανοιχτές και προσιτές σε κάθε παιδί, και παίρνουν κατάλληλα µέτρα, όπως η θέσπιση της δωρεάν εκπαίδευσης και της προσφοράς χρηµατικής βοήθειας σε περίπτωση ανάγκης.
γ) Εξασφαλίζουν σε όλους την πρόσβαση στην ανώτατη παιδεία µε όλα τα κατάλληλα µέσα, σε συνάρτηση µε τις ικανότητες του καθενός.
δ) Καθιστούν ανοιχτές και προσιτές σε κάθε παιδί τη σχολική και την επαγγελµατική ενηµέρωση και τον προσανατολισµό.
ε) Παίρνουν µέτρα για να ενθαρρύνουν την τακτική σχολική φοίτηση και τη µείωση του ποσοστού εγκατάλειψης των σχολικών σπουδών.
2 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη παίρνουν όλα τα κατάλληλα µέτρα για την εφαρµογή της σχολικής πειθαρχίας µε τρόπο που να ταιριάζει στην αξιοπρέπεια του παιδιού ως ανθρώπινου όντος, και σύµφωνα µε την παρούσα Σύµβαση.
3 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη προάγουν και ενθαρρύνουν τη διεθνή συνεργασία στον τοµέα της παιδείας, µε σκοπό να συµβάλλουν κυρίως στην εξάλειψη της άγνοιας και του αναλφαβητισµού στον κόσµο και να διευκολύνουν την πρόσβαση στις επιστηµονικές και τεχνικές γνώσεις και στις σύγχρονες εκπαιδευτικές µεθόδους. Για το σκοπό αυτόν, λαµβάνονται ιδιαίτερα υπόψη οι ανάγκες των υπό ανάπτυξη χώρων.
Άρθρο 29
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη συµφωνούν ότι η εκπαίδευση του παιδιού πρέπει να αποσκοπεί:
α) Στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού και στην πληρέστερη δυνατή ανάπτυξη των χαρισµάτων του και των σωµατικών και πνευµατικών ικανοτήτων του.
β) Στην ανάπτυξη του σεβασµού για τα δικαιώµατα του ανθρώπου και τις θεµελιώδες ελευθερίες και για τις αρχές που καθιερώνονται στο Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών.
γ) Στην ανάπτυξη του σεβασµού για τους γονείς του παιδιού, την ταυτότητά του, τη γλώσσα του και τις πολιτιστικές του αξίες, καθώς και του σεβασµού του για τις εθνικές αξίες της χώρας στην οποία ζει, της χώρας από την οποία µπορεί να κατάγεται και για τους πολιτισµούς που διαφέρουν από το δικό του.
δ) Στην προετοιµασία του παιδιού για µία υπεύθυνη ζωή σε µία ελεύθερη κοινωνία µέσα σε πνεύµα κατανόησης, ειρήνης, ανοχής, ισότητας των φυλών και φιλίας ανάµεσα σε όλους τους λαούς και τις εθνικιστικές, εθνικές και θρησκευτικές οµάδες και στα πρόσωπα αυτόχθονης καταγωγής.
ε) Στην ανάπτυξη του σεβασµού για το φυσικό περιβάλλον.
2 – Καµία διάταξη του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 28 δεν µπορεί να ερµηνευτεί µε τρόπο που να θίγει την ελευθερία των φυσικών ή νοµικών προσώπων για τη δηµιουργία και τη διεύθυνση εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, υπό τον όρο ότι θα τηρούνται οι εκφρασµένες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αρχές και ότι η παρεχόµενη στα ιδρύµατα αυτά εκπαίδευση θα είναι σύµφωνη µε τις ελάχιστες προδιαγραφές που θα έχει ορίσει το Κράτος.
Άρθρο 30
Στα κράτη όπου υπάρχουν εθνικές, θρησκευτικές γλωσσικές µειονότητες ή πρόσωπα αυτόχθονης καταγωγής, ένα παιδί αυτόχθονας ή που ανήκει σε µία από αυτές τις µειονότητες δεν µπορεί να στερηθεί το δικαίωµα να έχει τη δική του πολιτιστική ζωή, να πρεσβεύει και να ασκεί τη δική του θρησκεία ή να χρησιµοποιεί τη δική του γλώσσα από κοινού µε τα άλλα µέλη της οµάδας του.
Άρθρο 31
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν στο παιδί το δικαίωµα στην ανάπαυση και στις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, στην ενασχόληση µε ψυχαγωγικά παιχνίδια και δραστηριότητες που είναι κατάλληλες για την ηλικία του και στην ελεύθερη συµµετοχή στην πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή.
2 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη σέβονται και προάγουν το δικαίωµα του παιδιού να συµµετέχει πλήρως στην πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή και ενθαρρύνουν την προσφορά κατάλληλων και ίσων ευκαιριών για πολιτιστικές, καλλιτεχνικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες και για δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου.
Άρθρο 32
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωµα του παιδιού να προστατεύεται από την οικονοµική εκµετάλλευση και από την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας που ενέχει κινδύνους ή που µπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο την εκπαίδευσή του ή να βλάψει την υγεία του ή τη σωµατική, πνευµατική, ψυχική, ηθική ή κοινωνική ανάπτυξη του.
2 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη παίρνουν νοµοθετικά, διοικητικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά µέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρµογή του παρόντος άρθρου. Για το σκοπό αυτόν, και λαµβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις των άλλων διεθνών οργάνων, τα Συµβαλλόµενα Κράτη ειδικότερα:
α) Ορίζουν ένα κατώτατο όριο ή κατώτατα όρια ηλικίας για την είσοδο στην επαγγελµατική απασχόληση.
β) Προβλέπουν µία κατάλληλη ρύθµισή των ωραρίων και των συνθηκών εργασίας.
γ) Προβλέπουν κατάλληλες ποινές και άλλες κυρώσεις, για να εξασφαλίσουν την αποτελεσµατική εφαρµογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 33
Τα Συµβαλλόµενα Κράτη παίρνουν όλα τα κατάλληλα µέτρα, συµπεριλαµβανοµένων νοµοθετικών, διοικητικών, κοινωνικών και εκπαιδευτικών µέτρων, για να προστατεύσουν τα παιδιά από την παράνοµη χρήση ναρκωτικών και ψυχότροπων ουσιών, όπως αυτές προσδιορίζονται στις σχετικές διεθνείς συµβάσεις, και για να εµποδίσουν τη χρησιµοποίηση των παιδιών στην παραγωγή και την παράνοµη διακίνηση αυτών των ουσιών.
Άρθρο 34
Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναλαµβάνουν την υποχρέωση να προστατεύσουν το παιδί από κάθε µορφή σεξουαλικής εκµετάλλευσης και σεξουαλικής βίας. Για τον σκοπό αυτόν, τα Κράτη, ειδικότερα, παίρνουν όλα τα κατάλληλα µέτρα σε εθνικό, διµερές και πολυµερές επίπεδο για να εµποδίσουν:
α) Την παρακίνηση ή τον εξαναγκασµό των παιδιών σε παράνοµη σεξουαλική δραστηριότητα.
β) Την εκµετάλλευση των παιδιών για πορνεία ή για άλλες παράνοµες σεξουαλικές δραστηριότητες.
γ) Την εκµετάλλευση των παιδιών για την παραγωγή θεαµάτων ή υλικού πορνογραφικού χαρακτήρα.
Άρθρο 35
Τα Συµβαλλόµενα Κράτη παίρνουν όλα τα κατάλληλα µέτρα σε εθνικό, διµερές και πολυµερές επίπεδο για να εµποδίσουν την απαγωγή, την πώληση ή το δουλεµπόριο παιδιών, για οποιονδήποτε σκοπό και µε οποιαδήποτε µορφή.
Άρθρο 36
Τα Συµβαλλόµενα Κράτη προστατεύουν το παιδί από κάθε άλλη µορφή εκµετάλλευσης επιβλαβή για οποιαδήποτε πλευρά της ευηµερίας του.
Άρθρο 37
Τα Συµβαλλόµενα Κράτη επαγρυπνούν ώστε:
α) Κανένα παιδί να µην υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή σε άλλες σκληρές, απάνθρωπες ή εξευτελιστικές τιµωρίες ή µεταχείριση. Θανατική ποινή ή ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα απελευθέρωσης δεν πρέπει να απαγγέλλονται για παραβάσεις, τις οποίες έχουν διαπράξει πρόσωπα κάτω των δεκαοκτώ ετών.
β) Κανένα παιδί να µην στερείται την ελευθερία του κατά τρόπο παράνοµο ή αυθαίρετο. Η σύλληψη, κράτηση ή φυλάκιση ενός παιδιού πρέπει να είναι σύµφωνη µε το νόµο, να µην αποτελεί παρά ένα έσχατο µέτρο και να είναι της µικρότερης δυνατής χρονικής διάρκειας.
γ) Κάθε παιδί που στερείται την ελευθερία να αντιµετωπίζεται µε ανθρωπισµό και µε τον οφειλόµενο στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου σεβασµό, και κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ηλικίας του. Ειδικότερα, κάθε παιδί που στερείται την ελευθερία θα χωρίζεται από τους ενήλικες, εκτός εάν θεωρηθεί ότι είναι προτιµότερο να µη γίνει αυτό για το συµφέρον του παιδιού, και έχει το δικαίωµα να διατηρήσει την επαφή µε την οικογένειά του δι’ αλληλογραφίας και µε επισκέψεις, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων.
δ) Τα παιδιά που στερούνται την ελευθερία τους να έχουν το δικαίωµα για ταχεία πρόσβαση σε νοµική ή σε άλλη κατάλληλη συµπαράσταση, καθώς και το δικαίωµα να αµφισβητούν τη νοµιµότητα της στέρησης της ελευθερίας τους ενώπιον ενός δικαστηρίου ή µιας άλλης αρµόδιας, ανεξάρτητης και αµερόληπτης αρχής, και για τη λήψη µιας ταχείας απόφασης πάνω σ’ αυτό το ζήτηµα.
Άρθρο 38
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναλαµβάνουν την υποχρέωση να σέβονται και να διασφαλίζουν το σεβασµό στους κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που εφαρµόζονται σε αυτά σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης, και των οποίων η προστασία επεκτείνεται στα παιδιά.
2 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη παίρνουν όλα τα δυνατά µέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα πρόσωπα κάτω των δεκαπέντε ετών, δεν θα συµµετέχουν άµεσα στις εχθροπραξίες.
3 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη απέχουν από την επιστράτευση στις ένοπλες δυνάµεις τους κάθε προσώπου κάτω των δεκαπέντε ετών. Κατά την επιστράτευση ανάµεσα σε πρόσωπα άνω των δεκαπέντε ετών αλλά κάτω των δεκαοκτώ ετών, τα Συµβαλλόµενα Κράτη προσπαθούν να δίνουν προτεραιότητα στα πρόσωπα µεγαλύτερης ηλικίας.
4 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη, σύµφωνα µε την υποχρέωση που έχουν, δυνάµει του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, να προστατεύουν τον άµαχο πληθυσµό σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης, παίρνουν όλα τα δυνατά µέτρα για την προστασία και τη φροντίδα των παιδιών, που θίγονται από την ένοπλη σύρραξη.
Άρθρο 39
Τα Συµβαλλόµενα Κράτη παίρνουν όλα τα κατάλληλα µέτρα για να διευκολύνουν τη σωµατική και ψυχολογική ανάρρωση και την κοινωνική επανένταξη κάθε παιδιού θύµατος: οποιασδήποτε µορφής παραµέλησης, εκµετάλλευσης ή κακοποίησης, βασανισµού ή κάθε άλλης µορφής σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής µεταχείρισης ή τιµωρίας ή ένοπλης σύρραξης. Η ανάρρωση αυτή και η επανένταξη γίνονται µέσα σε περιβάλλον, που ευνοεί την υγεία, τον αυτοσεβασµό και την αξιοπρέπεια του παιδιού.
Άρθρο 40
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναγνωρίζουν σε κάθε παιδί ύποπτο, κατηγορούµενο ή καταδικασµένο για παράβαση του ποινικού νόµου το δικαίωµα σε µεταχείριση που να συνάδει µε το αίσθηµα της αξιοπρέπειας του και της προσωπικής αξίας, που να ενισχύει το σεβασµό του για τα ανθρώπινα δικαιώµατα και τις θεµελιώδεις ελευθερίες των άλλων και που να λαµβάνει υπόψη την ηλικία του, καθώς και την ανάγκη για επανένταξη στην κοινωνία και την ανάληψη από το παιδί ενός εποικοδοµητικού ρόλου στην κοινωνία.
2 – Για τον σκοπό αυτόν, και λαµβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις των διεθνών οργάνων, τα Συµβαλλόµενα Κράτη επαγρυπνούν ιδιαίτερα ώστε:
α) Κανένα παιδί να µην καθίσταται ύποπτο, να µην κατηγορείται και να µην καταδικάζεται για παράβαση του ποινικού νόµου λόγω πράξεων ή παραλείψεων, που δεν απαγορεύονται από το εθνικό ή διεθνές δίκαιο κατά το χρόνο που διαπράχθηκαν.
β) Κάθε παιδί ύποπτο ή κατηγορούµενο για παράβαση του ποινικού νόµου να έχει τουλάχιστον το δικαίωµα στις ακόλουθες εγγυήσεις:
I) Να θεωρείται αθώο µέχρι να αποδειχθεί νόµιµα η ενοχή του.
II) Να ενηµερώνεται χωρίς καθυστέρηση και απευθείας για τις εναντίον του κατηγορίες ή, κατά περίπτωση, µέσω των γονέων του ή των νόµιµων εκπροσώπων του και να έχει νοµική ή οποιαδήποτε άλλη κατάλληλη συµπαράσταση για την προετοιµασία και την παρουσίαση της υπεράσπισής του.
III) Να κρίνεται η υπόθεση του χωρίς καθυστέρηση από µια αρµόδια, ανεξάρτητη και αµερόληπτη αρχή ή δικαστικό σώµα, σύµφωνα µε µία δίκαιη κατά το νόµο διαδικασία µε την παρουσία ενός νοµικού ή άλλου συµβούλου και την παρουσία των γονέων του ή των νόµιµων εκπροσώπων του, εκτός αν αυτό θεωρηθεί αντίθετο προς το συµφέρον του παιδιού, λόγω κυρίως της ηλικίας ή της κατάστασής του.
IV) Να µην υποχρεώνεται να καταθέσει ως µάρτυρας ή να οµολογήσει την ενοχή του, να υποβάλλει ερωτήσεις το ίδιο ή µέσω άλλου στους µάρτυρες κατηγορίας και να επιτυγχάνει την παράσταση και την εξέταση µαρτύρων υπεράσπισης κάτω από συνθήκες ισότητας.
V) Εάν κριθεί ότι παρέβη τον ποινικό νόµο, να µπορεί να προσφύγει κατ’ αυτής της απόφασης και κατά οποιουδήποτε µέτρου που λήφθηκε ως συνέπεια αυτής ενώπιον µιας ανώτερης αρµόδιας, ανεξάρτητης και αµερόληπτης αρχής ή δικαστικού σώµατος, σύµφωνα µε το νόµο.
VI) Να έχει τη δωρεάν βοήθεια ενός διερµηνέα, σε περίπτωση που δεν καταλαβαίνει ή δεν µιλάει τη γλώσσα που χρησιµοποιείται.
VII) Να αντιµετωπίζεται η ιδιωτική του ζωή µε απόλυτο σεβασµό σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.
3 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη προσπαθούν να προαγάγουν τη θέσπιση νόµων, διαδικασιών, αρχών και θεσµών εφαρµοζοµένων ειδικώς στα παιδιά που είναι ύποπτα, κατηγορούµενα ή καταδικασµένα για παράβαση του ποινικού νόµου και ιδιαίτερα:
α) Τη θέσπιση ενός ελάχιστου ορίου ηλικίας κάτω απ’ το οποίο τα παιδιά θα θεωρούνται ότι δεν έχουν την ικανότητα παράβασης του ποινικού νόµου.
β) Την εισαγωγή µέτρων, εφόσον αυτό είναι δυνατόν και ευκταίο, για την αντιµετώπιση τέτοιων παιδιών, χωρίς ανάγκη προσφυγής στη δικαιοσύνη, µε την προϋπόθεση βέβαια ότι τηρείται ο απόλυτος σεβασµός στα ανθρώπινα δικαιώµατα και στις νόµιµες εγγυήσεις.
4 – Μια σειρά διατάξεων σχετικών κυρίως µε την επιµέλεια, την καθοδήγηση και την επιτήρηση, τους συµβούλους, τη δοκιµασία, την τοποθέτηση σε οικογένεια, τα προγράµµατα γενικής και επαγγελµατικής εκπαίδευσης και τις άλλες εναλλακτικές δυνατότητες πλην της επιµέλειας, θα εξασφαλίζει στα παιδιά µια µεταχείριση που να εγγυάται την ευηµερία τους και που να είναι ανάλογη και µε την κατάσταση τους και µε την παράβαση.
Άρθρο 41
Καµιά από τις διατάξεις της παρούσας Σύµβασης δεν θίγει διατάξεις ευνοϊκότερες για την πραγµατοποίηση των δικαιωµάτων του παιδιού και οι οποίες είναι δυνατόν να περιέχονται:
α) Στη νοµοθεσία ενός Συµβαλλόµενου Κράτους ή
β) Στο ισχύον για το Κράτος αυτό διεθνές δίκαιο.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Άρθρο 42
Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναλαµβάνουν να κάνουν ευρέως γνωστές τόσο στους ενήλικες όσο και στα παιδιά, τις αρχές και τις διατάξεις της παρούσας Σύµβασης µε δραστήρια και κατάλληλα µέσα.
Άρθρο 43
1 – Με σκοπό την έρευνα της προόδου που έχει συντελεστεί από τα Συµβαλλόµενα Κράτη σε σχέση µε την τήρηση των υποχρεώσεων, οι οποίες συµφωνήθηκαν δυνάµει της παρούσας Σύµβασης, συγκροτείται Επιτροπή για τα δικαιώµατα του παιδιού, η οποία επιτελεί τα καθήκοντα που ορίζονται παρακάτω.
2 – Η Επιτροπή αποτελείται από δέκα εµπειρογνώµονες υψηλού ήθους και αναγνωρισµένης ικανότητας στον τοµέα που καλύπτει η παρούσα Σύµβαση. Τα µέλη της εκλέγονται από τα Συµβαλλόµενα Κράτη ανάµεσα στους υπηκόους τους και συµµετέχουν υπό την ατοµική τους ιδιότητα, αφού ληφθούν υπόψη η ανάγκη εξασφάλισης δίκαιης γεωγραφικής κατανοµής και τα κύρια νοµικά συστήµατα.
3 – Η εκλογή των µελών της Επιτροπής γίνεται µε µυστική ψηφοφορία από έναν κατάλογο προσώπων που υποβάλλουν τα Συµβαλλόµενα Κράτη. Κάθε Συµβαλλόµενο Κράτος έχει τη δυνατότητα να υποδεικνύει έναν υποψήφιο από τους υπηκόους του.
4 – Η διεξαγωγή των πρώτων εκλογών θα γίνει το αργότερο έξι µήνες µετά την ηµεροµηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Σύµβασης. Στη συνέχεια οι εκλογές θα γίνονται κάθε δυο χρόνια. Τέσσερις τουλάχιστον µήνες πριν από την ηµεροµηνία κάθε εκλογής ο Γενικός Γραµµατέα του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών καλεί γραπτώς τα Συµβαλλόµενα Κράτη να προτείνουν τους υποψηφίους τους εντός δυο µηνών. Στη συνέχεια, ο Γενικός Γραµµατέας ετοιµάζει έναν κατάλογο µε τα ονόµατα όλων των υποψηφίων σε αλφαβητική σειρά, αναφέροντας τα Συµβαλλόµενα Κράτη που έχουν υποδείξει αυτούς και τον υποβάλλει στα Συµβαλλόµενα στην παρούσα Σύµβαση Κράτη.
5 – Οι εκλογές γίνονται κατά τις συνόδους των Συµβαλλόµενων Κρατών, οι οποίες συγκαλούνται από το Γενικό Γραµµατέα στην έδρα του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών. Στις συνόδους αυτές, κατά τις οποίες η απαρτία σχηµατίζεται από τα δυο τρίτα των Συµβαλλόµενων Κρατών, εκλέγονται µέλη της Επιτροπής εκείνοι που έλαβαν το µεγαλύτερο αριθµό ψήφων και την απόλυτη πλειοψηφία από τους παρόντες και ψηφίσαντες εκπροσώπους των Συµβαλλόµενων Κρατών.
6 – Τα µέλη της Επιτροπής εκλέγονται για χρονική περίοδο τεσσάρων ετών. Είναι επανεκλέξιµα εάν προταθεί εκ νέου η υποψηφιότητά τους. Η θητεία πέντε µελών από τα εκλεγµένα κατά την πρώτη εκλογή λήγει µετά τη συµπλήρωση δύο ετών. Τα ονόµατα των πέντε αυτών µελών επιλέγονται µε κλήρο από τον πρόεδρο της συνόδου, αµέσως µετά από την πρώτη εκλογή.
7 – Σε περίπτωση θανάτου ή παραίτησης ενός µέλους της Επιτροπής, ή εάν, για έναν οποιονδήποτε άλλο λόγο, ένα µέλος δηλώσει ότι δεν µπορεί πλέον να ασκεί τα καθήκοντα του στα πλαίσια της Επιτροπής, το Συµβαλλόµενο Κράτος, που είχε υποδείξει αυτό το µέλος, διορίζει έναν άλλο εµπειρογνώµονα από τους υπηκόους του, για να υπηρετήσει για το υπόλοιπο της θητείας, µε την επιφύλαξη της έγκρισης της Επιτροπής.
8 – Η Επιτροπή θεσπίζει η ίδια τον εσωτερικό κανονισµό της.
9 – Η Επιτροπή εκλέγει τους αξιωµατούχους της για µία περίοδο δύο ετών.
10 – Οι σύνοδοι της Επιτροπής συγκαλούνται κανονικά στην έδρα του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών ή σε οποιονδήποτε άλλο κατάλληλο τόπο, που καθορίζεται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή συνέρχεται κανονικά κάθε χρόνο. Η διάρκεια των συνόδων της καθορίζεται και τροποποιείται, εάν είναι αναγκαίο από µία συνέλευση των Κρατών Μελών στην παρούσα Σύµβαση, µε την επιφύλαξη της έγκρισης από τη Γενική Συνέλευση.
11 – Ο Γενικός Γραµµατέας του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών θέτει στη διάθεση της Επιτροπής το απαραίτητο προσωπικό και τις εγκαταστάσεις για την αποτελεσµατική εκτέλεση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί, δυνάµει της παρούσας Σύµβασης.
12 – Τα µέλη της Επιτροπής που συγκροτήθηκε δυνάµει της παρούσας Σύµβασης εισπράττουν, µε την έγκριση της Γενικής Συνέλευσης, απολαβές από τους πόρους του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών, σύµφωνα µε τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζει η Γενική Συνέλευση.
Άρθρο 44
1 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη αναλαµβάνουν την υποχρέωση να υποβάλλουν στην Επιτροπή, µέσω του Γενικού Γραµµατέα του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών, εκθέσεις σχετικά µε τα µέτρα που έχουν υιοθετήσει για την ενεργοποίηση των δικαιωµάτων που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύµβαση, καθώς και σχετικά µε την πρόοδο που σηµειώθηκε ως προς την απόλαυση αυτών των δικαιωµάτων:
α) Εντός των δύο πρώτων ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύµβασης για κάθε Συµβαλλόµενο Κράτος.
β) Κατόπιν, κάθε πέντε χρόνια.
2 – Οι εκθέσεις που συντάσσονται σε εφαρµογή του παρόντος άρθρου, πρέπει να επισηµαίνουν τους παράγοντες και τις δυσκολίες, εάν υπάρχουν, που εµποδίζουν τα Συµβαλλόµενα Κράτη να τηρήσουν πλήρως τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα Σύµβαση. Πρέπει επίσης να περιέχουν επαρκείς πληροφορίες, για να δώσουν στην Επιτροπή µια ακριβή εικόνα της εφαρµογής της Σύµβασης στην εν λόγω χώρα.
3 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη τα οποία έχουν υποβάλει στην Επιτροπή µια αρχική πλήρη έκθεση, δεν χρειάζεται να επαναλάβουν στις επόµενες εκθέσεις που υποβάλλουν, σύµφωνα µε το εδάφιο β’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τις βασικές πληροφορίες που έχουν ήδη κοινοποιήσει.
4 – Η Επιτροπή µπορεί να ζητά από τα Συµβαλλόµενα Κράτη συµπληρωµατικές πληροφορίες σχετικές, µε την εφαρµογή της Σύµβασης.
5 – Η Επιτροπή υποβάλλει κάθε δυο χρόνια στη Γενική Συνέλευση, µέσω του Κοινωνικού και Οικονοµικού Συµβουλίου, εκθέσεις για τις δραστηριότητες της.
6 – Τα Συµβαλλόµενα Κράτη καθιστούν ευρέως προσιτές τις εκθέσεις τους στο κοινό της χώρας τους.
Άρθρο 45
Για την προώθηση της αποτελεσµατικής εφαρµογής της Σύµβασης και για την ενθάρρυνση της διεθνούς συνεργασίας στο πεδίο το οποίο καλύπτει η Σύµβαση:
α) Οι ειδικοί οργανισµοί, το ταµείο των Ηνωµένων Εθνών για την παιδική ηλικία* και άλλα όργανα των Ηνωµένων Εθνών έχουν το δικαίωµα να εκπροσωπούνται κατά την εξέταση της εφαρµογής των διατάξεων της παρούσας Σύµβασης, οι οποίες εµπίπτουν στην αρµοδιότητά τους. Η Επιτροπή µπορεί να καλέσει τις ειδικευµένες οργανώσεις, το Ταµείο των Ηνωµένων Εθνών για την παιδική ηλικία και άλλους αρµόδιους οργανισµούς, τους οποίους κρίνει κατάλληλους, να παράσχουν ειδικευµένες γνώµες για την εφαρµογή της Σύµβασης στους τοµείς που ανήκουν στις αντίστοιχες αρµοδιότητές τους. Μπορεί να καλεί τις ειδικευµένες οργανώσεις, το Ταµείο των Ηνωµένων Εθνών για την παιδική ηλικία και άλλα όργανα των Ηνωµένων Εθνών να της υποβάλουν εκθέσεις για την εφαρµογή της Σύµβασης στους τοµείς που ανήκουν στο πεδίο δραστηριότητάς τους.
β) Η Επιτροπή διαβιβάζει, εάν το κρίνει αναγκαίο, στις ειδικευµένες οργανώσεις, στο Ταµείο των Ηνωµένων Εθνών για την παιδική ηλικία και στους άλλους αρµόδιους οργανισµούς κάθε έκθεση των Συµβαλλόµενων Κρατών που περιέχει ένα αίτηµα ή υποδεικνύει µια ανάγκη για τεχνική συµβουλή ή βοήθεια, µαζί µε τις παρατηρήσεις και τις προτάσεις της επιτροπής, εάν υπάρχουν, σχετικά µε το παραπάνω αίτηµα ή υπόδειξη.
γ) Η Επιτροπή µπορεί να συστήσει στη Γενική Συνέλευση να ζητήσει από το Γενικό Γραµµατέα να αναλάβει για λογαριασµό της µελέτες πάνω σε ειδικά θέµατα, σχετικά µε τα δικαιώµατα του παιδιού.
δ) Η Επιτροπή µπορεί να κάνει υποδείξεις και συστάσεις γενικής φύσεως βασισµένες στις πληροφορίες που έχει δεχτεί κατ’ εφαρµογήν των άρθρων 44 και 45 της παρούσας Σύµβασης. Οι υποδείξεις αυτές και οι συστάσεις γενικής φύσεως διαβιβάζονται σε κάθε ενδιαφερόµενο Συµβαλλόµενο Κράτος και αναφέρονται στη Γενική Συνέλευση, µαζί µε τις παρατηρήσεις των Συµβαλλόµενων Κρατών µερών όπου υπάρχουν.
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Άρθρο 46
Η παρούσα Σύµβαση είναι ανοιχτή για υπογραφή σε όλα τα Κράτη.
Άρθρο 47
Η παρούσα Σύµβαση υποβάλλεται σε επικύρωση. Τα έγγραφα της επικύρωσης θα κατατεθούν στο Γενικό Γραµµατέα του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών.
Άρθρο 48
Η παρούσα Σύµβαση είναι ανοιχτή για προσχώρηση οποιουδήποτε Κράτους. Τα έγγραφα της προσχώρησης θα κατατεθούν στο Γενικό Γραµµατέα του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών.
Άρθρο 49
1 – Η παρούσα Σύµβαση θα αρχίσει να ισχύει την τριακοστή ηµέρα µετά από την ηµεροµηνία κατάθεσης στο Γενικό Γραµµατέα του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών του εικοστού εγγράφου επικύρωσης ή προσχώρησης.
2 – Για κάθε Κράτος που επικυρώνει την παρούσα Σύµβαση ή προσχωρεί σε αυτήν µετά την κατάθεση του εικοστού εγγράφου επικύρωσης ή προσχώρησης, η Σύµβαση θα αρχίσει να ισχύει την τριακοστή ηµέρα µετά από την ηµεροµηνία κατάθεσης από το Κράτος αυτό του δικού του εγγράφου επικύρωσης ή προσχώρησης.
Άρθρο 50
1 – Κάθε Συµβαλλόµενο Κράτος µπορεί να προτείνει µια τροπολογία και να καταθέσει το κείµενο της στο Γενικό Γραµµατέα του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών. Εν συνεχεία ο Γενικός Γραµµατέας διαβιβάζει όλα τα σχέδια τροπολογιών στα Συµβαλλόµενα Κράτη ζητώντας τους να του γνωρίζουν εάν επιθυµούν να συγκληθεί διάσκεψη των Συµβαλλόµενων Κρατών, µε σκοπό να εξετάσουν και να τεθούν σε ψηφοφορία αυτά τα σχέδια. Εάν, εντός τεσσάρων µηνών από την ηµεροµηνία της διαβίβασης αυτής, το ένα τρίτο τουλάχιστον των Συµβαλλόµενων Κρατών κηρυχτεί υπέρ της σύγκλησης µιας τέτοιας διάσκεψης, ο Γενικός Γραµµατέας συγκαλεί τη διάσκεψη υπό την αιγίδα του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών. Κάθε τροπολογία που υιοθετείται από την πλειοψηφία των παρόντων και ψηφισάντων στη διάσκεψη Συµβαλλόµενων Κρατών, υποβάλλεται για έγκριση στη Γενική Συνέλευση.
2 – Κάθε τροπολογία, που υιοθετήθηκε σύµφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, αρχίζει να ισχύει όταν εγκριθεί από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών και γίνει δεκτή µε πλειοψηφία των δύο τρίτων των Συµβαλλόµενων Κρατών.
3 – Όταν µία τροπολογία αρχίσει να ισχύει έχει αναγκαστική ισχύ για τα Συµβαλλόµενα Κράτη που την αποδέχτηκαν, ενώ τα υπόλοιπα Συµβαλλόµενα Κράτη παραµένουν δεσµευµένα από τις διατάξεις της παρούσας Σύµβασης και από όλες τις προηγούµενες τροπολογίες που έχουν αποδεχτεί.
Άρθρο 51
1 – Ο Γενικός Γραµµατέας του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών θα δεχτεί και θα διαβιβάσει σε όλα τα Κράτη το κείµενο των επιφυλάξεων που έκαναν τα Κράτη κατά το χρόνο της επικύρωσης ή της προσχώρησης.
2 – Δεν επιτρέπεται καµία επιφύλαξη, που είναι ασυµβίβαστη µε το αντικείµενο και το σκοπό της παρούσας Σύµβασης.
3 – Οι επιφυλάξεις µπορούν να αποσυρθούν ανά πάσα στιγµή µε γνωστοποίηση προς το Γενικό Γραµµατέα του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών, ο οποίος ενηµερώνει γι’ αυτό όλα τα Συµβαλλόµενα στη Σύµβαση Κράτη. Η γνωστοποίηση παράγει τα αποτελέσµατά της από την ηµεροµηνία κατά την οποία παρελήφθη από το Γενικό Γραµµατέα.
Άρθρο 52
Κάθε Συµβαλλόµενο Κράτος µπορεί να καταγγείλει την παρούσα Σύµβαση µε γραπτή γνωστοποίηση προς το Γενικό Γραµµατέα του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών. Η καταγγελία παράγει τα αποτελέσµατα της ένα χρόνο µετά από την ηµεροµηνία κατά την οποία η γνωστοποίηση παρελήφθη από το Γενικό Γραµµατέα.
Άρθρο 53
Ο Γενικός Γραµµατέας του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών ορίζεται θεµατοφύλακας της παρούσας Σύµβασης.
Άρθρο 54
Το πρωτότυπο της παρούσας Σύµβασης, της οποίας τα κείµενα στην αγγλική, αραβική, κινεζική, ισπανική, γαλλική και ρωσική γλώσσα έχουν την ίδια ισχύ, θα κατατεθεί στο Γενικό Γραµµατέα του Οργανισµού των Ηνωµένων Εθνών.
Για να πιστοποιηθούν τα παραπάνω οι υπογράφοντες, ειδικά εξουσιοδοτηµένοι από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν την παρούσα Σύµβαση.
* Σύμφωνα με την μετάφραση, στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως ως Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για την Παιδική Ηλικία εννοείται η UNICEF.
Σημ.: Η παρούσα Σύμβαση επικυρώθηκε από την Ελλάδα και δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 192/2.12.92